- κρανιολατρεία
- η(σε πρωτόγονους λαούς) η λατρεία τών κρανίων φονευθέντων ατόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + λατρεία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρανιομαντεία — Μαντεία που βασίζεται στην παρατήρηση του ανθρώπινου κρανίου. Σχετίζεται άμεσα με τη κρανιολατρεία και ήταν γνωστή στους αρχαίους ανατολικούς λαούς. Από την παρατήρηση του ανθρώπινου κρανίου μάντευαν διάφορες ιδιότητες, χαρίσματα ή ελαττώματα των … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek